- ἐντυπώσῃς
- ἐντυπάζωenwrapfut part act fem dat pl (epic)ἐντυπόωcarveaor subj act 2nd sgἐντυπόωcarveaor subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αθροιστικός — Αυτός που έχει σχέση με την άθροιση. (Γραμμ.) Αθροιστικά ή περιληπτικά ονόματα. Αυτά που στον ενικό αριθμό έχουν περιληπτική σημασία π.χ. η βουλή (αντί οι βουλευτές), ο στρατός (αντί οι στρατιώτες), η πόλη (αντί οι πολίτες) κλπ. αθροιστικές ή… … Dictionary of Greek
αλληγορία — Ο λεκτικός τρόπος που χρησιμοποιεί κάποιος όταν κάνει μεγάλες και τολμηρές μεταφορές αποσκοπώντας στη δημιουργία της εντύπωσης ότι εκείνα που λέει είναι διαφορετικά από εκείνα που σκέπτεται: Μη γεύεσθαι μελανούρων («μη μιλάτε στους κακούς… … Dictionary of Greek
αμνησία — Πλήρης ή μερική απώλεια της μνήμης. Οι δύο φάσεις της μνημονικής λειτουργίας –η εγχάραξη της μνημονικής εντύπωσης και η μετέπειτα αναπόλησή της– είναι δυνατόν να αλλοιωθούν ανεξάρτητα η μία από την άλλη. Υπάρχει επομένως μία α. εγχάραξης, κατά… … Dictionary of Greek
θεματικός — ή, ό (AM θεματικός) [θέμα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θέμα λέξεως («θεματικό φωνήεν») νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θέμα τής συζήτησης, στην ημερήσια διάταξη τών θεμάτων μσν. (στο Βυζάντιο) αυτός που ανήκει σε θέμα, σε… … Dictionary of Greek
κοινωνιολογία — Επιστήμη η οποία μελετά τα κοινωνικά φαινόμενα και τις αλληλεπιδράσεις τους. Ο όρος κ. εμφανίστηκε για πρώτη φορά (ως λατινοελληνικό υβρίδιο sociologie) στο έργο Μαθήματα θετικής φιλοσοφίας (Cours de Philosophie positive) του Ογκίστ Κοντ (1837).… … Dictionary of Greek
κόλασμα — το (Α κόλασμα) [κολάζω] νεοελλ. 1. αυτό που γίνεται για επανόρθωση κακής εντύπωσης 2. παρακίνηση σε αμαρτία, αμάρτημα, πονηρή σκέψη, σκανδάλισμα, πειρασμός αρχ. κολασμός, τιμωρία («κόλασμα τοῑς κακοῑς ἐγίγνετο», Κριτί.) … Dictionary of Greek
μπαρόκ — Η λέξη μπαρόκ, ως όρος χαρακτηρισμού ενός ρυθμού, είχε αρχικά έννοια αρνητική και μειωτική. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια ο Ιταλός γλωσσολόγος Μπρούνο Μιλιορίνι και άλλοι Γάλλοι επιστήμονες κατόρθωσαν να εξακριβώσουν την αρχική έννοια του όρου.… … Dictionary of Greek
μπλοφάρω — [μπλόφα] 1. (στο χαρτοπαίγνιο) προσπαθώ να εξαπατήσω τον αντίπαλο με τη δημιουργία τής εντύπωσης ότι έχω καλύτερο χαρτί από το δικό του 2. μεταχειρίζομαι απατηλό λόγο ή ψεύτικη ενέργεια ή, γενικά, τηρώ στάση τέτοια ώστε να εξαπατήσω ή να… … Dictionary of Greek
νεοκλασικισμός — Μεγάλη πολιτιστική κίνηση που διαδόθηκε ευρύτατα στην Ευρώπη στη δεύτερη πεντηκονταετία του 18ου και στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αι. Η αρχή του ανάγεται στο ενδιαφέρον για τις αρχαιολογικές σπουδές, που ανακινήθηκε μετά τις επιτυχείς ανασκαφές … Dictionary of Greek
παράθεμα — το ΝΜΑ [παρατίθημι] νεοελλ. 1. απόσπασμα από συγγραφικό έργο που παρατίθεται αυτούσιο στον γραπτό λόγο για διασάφηση κάποιας έννοιας 2. μουσ. σύνθεση που συνδυάζει αριθμό γνωστών μελωδιών είτε ταυτόχρονα είτε, σπανιότερα, διαδοχικά, για την… … Dictionary of Greek